- στρόβιλος
- Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους.
Υδροστρόβιλος. Ο τύπος αυτός είναι ο συνηθισμένος για πολλαπλές χρήσεις.
* * *ο, ΝΜΑ1. ονομασία πολλών συστρεφόμενων ή περιδινούμενων αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. η σβούρα («ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾱσί τε ἅμα καὶ κινοῡνται», Πλάτ.)2. ο καρπός τού πεύκου και τού ελάτου, κώνος, κουκουνάρι3. δίνη ανέμου ή νερού («τρικυμίαι και στρόβιλοι», Λουκιαν.)νεοελλ.1. τεχνολ. στρεφόμενη μηχανή που χρησιμοποιεί την ενέργεια κινητήριου ρευστού όπως είναι το νερό, ο ατμός, το αέριο κ.λπ. για να θέσει σε περιστροφική κίνηση τροχό ο οποίος παράγει μηχανικό έργο, κν. τουρμπίνα2. (φυσ.-μετεωρ.) ρεύμα μέσα στη μάζα ενός ρευστού, τού οποίου η διεύθυνση διαφέρει από εκείνην ολόκληρου τού ρευστού3. (παλαιότ. ονομασία) το βαλς4. φρ. «υδραυλικός στρόβιλος»τεχνολ. στρόβιλος που χρησιμοποιεί ως κινητήρια δύναμη το νερό και διακρίνεται σε στρόβιλο κατακόρυφου ή οριζόντιου άξονα, σε στρόβιλο αξονικής ή ακτινικής ροής, καθώς και σε στρόβιλο δράσεως και σε στρόβιλο αντιδράσεως, αλλ. υδροστρόβιλοςμσν.-αρχ.καθένα από τα σπέρματα τού κώνου τού πεύκου και τού ελάτου, τής κουκουνάραςαρχ.1. όστρακο ή τσόφλι αβγού2. είδος θαλάσσιου σαλιγκαριού3. το δέντρο πίτυς, το πεύκο4. τροχαλία και, γενικά, μηχάνημα περιστροφής5. τμήμα μηχανήματος άντλησης νερού6. μουσ. καμπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ιλος (πρβλ. όμ-ιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.